πετροχημεία

πετροχημεία
Ονομάζεται έτσι η επιστήμη, η τεχνική και η βιομηχανία των χημικών προϊόντων που παράγονται από το πετρέλαιο. Η π. παράγει όλα τα απλά ή σύνθετα σώματα, τα οποία προέρχονται, ολικά ή μερικά από πρώτες ύλες του εξάγονται από το πετρέλαιο ή το φυσικό αέριο, με εξαίρεση τα υφαντικά και τα πλαστικά είδη. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά την περίοδο 1920-25 από την ανάγκη να βρεθεί μια οικονομική διέξοδος για τα μεγάλα πλεονάσματα των αερίων της πυρόλυσης των διυλιστηρίων πετρελαίου. Η μετατροπή των αερίων αυτών ολεφινών σε αλκοόλες,γλυκόλες και κετόνες, έδωσε μια νέα κατεύθυνση στην αλειφατική χημεία. Περισσότερο πρόσφατη από την οργανική βιομηχανική χημεία των παράγωγων των λιθανθράκων και της λιθανθρακόπισας, η π., προηγήθηκε απ’ αυτήν, με εξαίρεση τη Γερμανία, εξαιτίας της μεγαλύτερης ποικιλίας και του μικρότερου κόστους των προϊόντων που λαμβάνονται. Πραγματικά, ο άνθρακας δεν προσφέρει στην οργανική σύνθεση παρά μόνο ομάδες του τύπου CH, σχετικά φτωχές σε υδρογόνο, ενώ τα κλάσματα του πετρελαίου παρέχουν ρίζες της μέσης σύστασης –CH2. Στην πρώτη περίπτωση είναι αναγκαία η προσφορά υδρογόνου ή ο διαχωρισμός του άνθρακα, ενώ στη δεύτερη αρκεί η απομάκρυνση ή αντικατάσταση ορισμένης ποσότητας υδρογόνου. Η ανάπτυξη της π. χρονολογείται από το B΄ Παγκόσμιο πόλεμο, τότε που η ανάγκη εκρηκτικών υλών και συνθετικού καουτσούκ ήταν μεγάλη. Σήμερα στις ΗΠΑ αντιπροσωπεύει το 80% της παραγωγής της οργανικής χημείας. Η σταθερή αύξηση της παραγωγής υπαγορεύεται από την αύξηση των πωλήσεων. Έτσι η παραγωγή καουτσούκ παρακολουθεί στενά την πώληση των αυτοκινήτων, η παραγωγή αμμωνίας εξαρτάται από την ανάπτυξη της γεωργίας και η παραγωγή πλαστικών συνδέεται με τις εφαρμογές των ειδών αυτών σε διάφορους δυναμικούς τομείς της οικονομίας. Η π. περιλαμβάνει τρεις μεγάλες τάξεις μεθόδων εργασίας ανάλογα με τη φύση της αρχικής πρώτης ύλης: 1. Τις μεθόδους παραγωγής αλειφατικών ενώσεων, όπως είναι το αιθάνιο, το αιθυλένιο, το ακετυλένιο, το προπάνιο, το προπυλένιο, τα βουτυλένια και το βουταδιένιο, προϊόντα που προέρχονται γενικά από την πυρόλυση σε υψηλή θερμοκρασία του φυσικού αέριου ή των κλασμάτων του πετρελαίου. 2. Τις μεθόδους παραγωγής αρωματικών ενώσεων όπως είναι το βενζόλιο, το τολουόλιο, τα ξυλόλια, το ναφθαλίνιο και άλλοι κυκλικοί ακόρεστοι υδρογονάνθρακες που λαμβάνονται με καταλυτική αναμόρφωση της νάφθας, η οποία ακολουθείται από εκχύλιση. 3. Τις μεθόδους παραγωγής ανόργανων ενώσεων όπως είναι η αμμωνία, το υδροκυάνιο, η αιθάλη, το θείο κλπ.
* * *
η, Ν
κλάδος τής βιομηχανικής χημείας που περιλαμβάνει το σύνολο τών μεθόδων παραγωγής χημικών προϊόντων από το πετρέλαιο ως πρώτη ύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. petrochimie < πέτρα + χημεία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πετροχημικός — ή, ό, Ν [πετροχημεία] 1. ο σχετικός με την πετροχημεία 2. το ουδ. ως ουσ. τα πετροχημικά χημικά προϊόντα που είναι παράγωγα τού πετρελαίου 3. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η πετροχημικός επιστήμονας ειδικευμένος στην πετροχημεία …   Dictionary of Greek

  • εκχύλιση — Μέθοδος παραλαβής ορισμένων διαλυτών συστατικών από ένα μείγμα υγρών ή στερεών σωμάτων, με τη βοήθεια κατάλληλων διαλυτικών μέσων. Η διαδικασία της ε. περιλαμβάνει τρία στάδια: ανάμειξη του μείγματος με τον διαλύτη (εκχυλιστικό μέσο)· διαχωρισμό… …   Dictionary of Greek

  • ολεφίνες — Ακόρεστοι αλειφατικοί υδρογονάνθρακες (λέγονται και αλκυλένια) του γενικού τύπου CnH2n, οι οποίοι περιέχουν στο μόριό τους έναν ή περισσότερους διπλούς δεσμούς (σύμφωνα με την ορολογία της Γενεύης, η γενική ονομασία τους είναι αλκένια, με κοινή… …   Dictionary of Greek

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • πυρόλυση — Η διάσπαση μιας ένωσης σε άλλες ενώσεις, η οποία προκαλείται με την επενέργεια της θερμότητας. Η π. χρησιμοποιείται ευρύτατα στη βιομηχανία και κυρίως στη θερμική κατεργασία των πετρελαίων, όπου παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό και τεχνικό… …   Dictionary of Greek

  • σούκρε — Πόλη της Βολιβίας στον ομώνυμο νομό, «νομική» πρωτεύουσα του κράτους (Η Λα Παζ είναι διοικητική), 400 χλμ. ΝΑ της Λα Παζ σε υψόμετρο 2.700 πάνω στην Κορδιλιέρα των Άνδεων (88.774 κάτ.). Είναι σπουδαίο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο, με παραγωγή… …   Dictionary of Greek

  • σταθεροποίηση — Όρος της οικονομολογίας που χαρακτηρίζει τα μέτρα νομισματικής, πιστωτικής και δημοσιονομικής πολιτικής που παίρνει ένα κράτος για να προλάβει ή να αναχαιτείσει το φαινόμενο του πληθωρισμού. Η διακύμανση του επιπέδου των τιμών, έστω και… …   Dictionary of Greek

  • χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”